- ψιττακίζω
- μιλώ σαν ψιττακός, παπαγαλίζω, μιμούμαι, επαναλαμβάνω μηχανικά όσα λέγονται από άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιττακίζω — ΝΜ μιλώ όπως ο ψιττακός, παπαγαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιττακός + κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
παπαγαλίζω — [παπαγάλος] 1. μιλώ σαν παπαγάλος 2. επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλου ή λέγω αυτολεξεί κείμενο που αποστήθισα χωρίς να τό κατανοήσω, ψιττακίζω … Dictionary of Greek
ψιττακισμός — ο, Ν 1. παπαγαλισμός 2. ιατρ. μηχανική επανάληψη εκφράσεων από ένα άτομο, το οποίο δεν καταλαβαίνει την σημασία τους ή δεν τήν συμμερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psittacisme (< ψιττακίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Στ.… … Dictionary of Greek